αγρι(ο)-

αγρι(ο)-
первая часть сложных слов, означающая дикий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγρι(ο)-" в других словарях:

  • αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… …   Dictionary of Greek

  • Ἄγρι' — Ἄγριε , Ἄγριος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγρι' — ἄγρια , ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc pl ἄγρια , ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc pl ἄγριε , ἄγριος living in the fields masc voc sg ἄγριε , ἄγριος living in the fields masc/fem voc sg ἄγριαι , ἄγριος living in the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρίφα — ἀγρί̱φᾱ , ἀγρίφη harrow fem nom/voc/acc dual ἀγρί̱φᾱ , ἀγρίφη harrow fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρίφη — ἀγρί̱φη , ἀγρίφη harrow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγριελιά — και αγρελιά, η 1. ελιά σε άγρια κατάσταση, ο κότινος* τών αρχαίων 2. κλαδί, καρπός ή ξύλο αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρι(ο) + ελιά. ΠΑΡ. αγριελίτικος, αγριελίτσα] …   Dictionary of Greek

  • ζαλάδα — η 1. ζάλη, σκοτοδίνη 2. σκοτούρα, έγνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + άδα* (πρβλ. αγρι άδα, αφηρημ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • ισάνθρωπος — ἰσάνθρωπος, ον (ΑΜ) ίσος ή όμοιος με άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άνθρωπος (< ἄνθρωπος), πρβλ. αγρι άνθρωπος, ημι άνθρωπος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιέλαιος — (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, ον) ήμερη, καλλιεργημένη ελιά μσν. ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι έλαιος, φιλ… …   Dictionary of Greek

  • καλωπός — καλωπός, ή, όν (Α) αυτός που έχει ωραία όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ωπός (< ωψ, ωπος < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αγρι ωπός, βλοσυρ ωπός] …   Dictionary of Greek

  • κρυότητα — και κρυγιότη, η (Μ κρυότητα και κρυότης και κρυότη) κρύο, παγωνιά, ψύχος μσν. κρυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + κατάλ. ότης (πρβλ. βαρβαρ ότης, καθαρ ότης). Ο τ. κρυγιότη < κρύγιος + κατάλ. ότης (πρβλ. αγρι ότη, νι ότη)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»